στο λεξικό PONS
Auf·sichts·or·gan ΟΥΣ ουδ ΝΟΜ
- Aufsichtsorgan
-
-
- Aufsichtsorgan ουδ
-
- Aufsichtsorgan in Brokerhäusern, das über Einhaltung der Börsenordnung wacht
-
- Aufsichtsorgan ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Aufsichtsorgan ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- Aufsichtsorgan in Brokerhäusern, das über Einhaltung der Börsenordnung wacht