στο λεξικό PONS
An·fech·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Anfechtung ΝΟΜ:
2. Anfechtung meist πλ τυπικ (Gewissenskonflikt):
3. Anfechtung ΛΟΓΟΤ, ΘΡΗΣΚ τυπικ (Versuchung):
- avoidance ΝΟΜ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anfechtung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Anfechtung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.