über·ris·sen ΕΠΊΘ CH (übertrieben)
Zer·ris·sen·heit <-> ΟΥΣ θηλ kein πλ
- Zerrissenheit Mensch
-
- Zerrissenheit Partei, Volk
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.