I. raide [ʀɛd] ΕΠΊΘ
1. raide (rigide):
2. raide:
- raide chemin, escalier, pente
-
3. raide (inflexible):
4. raide (emprunté):
- raide démarche, manières, personne
-
7. raide οικ (incroyable):
- raide histoire, récit
-
8. raide οικ (osé):
9. raide οικ (sans le sou):
- raide
- abgebrannt οικ
- raide
- blank οικ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.