I. râleur (-euse) [ʀɑlœʀ, -øz] οικ ΕΠΊΘ
-  râleur (-euse)
-  motzig οικ
II. râleur (-euse) [ʀɑlœʀ, -øz] οικ ΟΥΣ αρσ, θηλ
-  râleur (-euse)
-  
-  râleur (-euse)
-  
raleur (-euse) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
