I. pur(e) [pyʀ] ΕΠΊΘ
1. pur (non altéré):
2. pur (non mélangé):
3. pur (authentique):
5. pur (innocent):
6. pur (harmonieux):
pur-sang <pur-sang [ou purs-sangs]> [pyʀsɑ͂] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.