prélèvement [pʀelɛvmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. prélèvement (action de prélever):
2. prélèvement (quantité prélevée):
3. prélèvement ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΟΙΚΟΝ:
4. prélèvement (somme retenue):
5. prélèvement (retrait):
-
- Abhebung θηλ
6. prélèvement (somme retirée):
7. prélèvement ΝΟΜ:
II. prélèvement [pʀelɛvmɑ͂]
non-prélèvement <non-prélèvements> [nɔ͂pʀelɛvmɑ͂] ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ
-
- Nichterhebung θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- prélèvements obligatoires