poussière [pusjɛʀ] ΟΥΣ θηλ
1. poussière:
2. poussière (poussière de la rue, des routes):
3. poussière (grain de poussière):
4. poussière (grande quantité):
anti-poussière [ɑ͂tipusjɛʀ] ΕΠΊΘ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
