I. naufragé(e) [nofʀaʒe] ΕΠΊΘ
- naufragé(e)
-
II. naufragé(e) [nofʀaʒe] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- naufragé(e)
-
- naufragé(e) μτφ
-
naufrage [nofʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.