minestrone [minɛstʀɔn] ΟΥΣ αρσ ΜΑΓΕΙΡ
-
- Minestrone θηλ
modestement [mɔdɛstəmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
ministère [ministɛʀ] ΟΥΣ αρσ
II. ministère [ministɛʀ]
I. clandestin(e) [klɑ͂dɛstɛ͂, in] ΕΠΊΘ
II. clandestin(e) [klɑ͂dɛstɛ͂, in] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
immodeste ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.