lucidité [lysidite] ΟΥΣ θηλ
1. lucidité (clairvoyance):
- lucidité d'un esprit
- Klarheit θηλ
- lucidité d'un jugement
- Scharfsinnigkeit θηλ
- lucidité d'un observateur
- Scharfblick αρσ
2. lucidité (conscience):
- lucidité
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.