incident(e) [ɛ͂sidɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
liniment [linimɑ͂] ΟΥΣ αρσ ΦΑΡΜ
coïncident(e) [kɔɛ͂sidɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. coïncident (concomitant):
2. coïncident ΓΕΩΜ:
accident [aksidɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. accident (événement grave entraînant des dégâts):
2. accident ΙΑΤΡ:
3. accident (événement fâcheux, contretemps):
II. accident [aksidɑ͂]
occident [ɔksidɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. occident ΠΟΛΙΤ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.