accouchement [akuʃmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. accouchement ΙΑΤΡ:
2. accouchement (élaboration difficile):
attouchement [atuʃemɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. attouchement (toucher):
2. attouchement (caresse légère):
3. attouchement συχν πλ ευφημ (caresse sexuelle):
farouchement [faʀuʃmɑ͂] ΕΠΊΡΡ
accoutrement [akutʀəmɑ͂] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- laborieux
- labour
- labourable
- labourage
- labourer
- laccouchement
- lacer
- lacération
- lacérer
- lacet
- lâchage