indépendant [ɛ͂depɑ͂dɑ͂] ΟΥΣ αρσ ΤΈΧΝΗ, ΠΟΛΙΤ
indépendant(e) [ɛ͂depɑ͂dɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. indépendant:
2. indépendant (souverain):
3. indépendant (à son compte):
4. indépendant (indocile):
5. indépendant (séparé):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.