houille [ˊuj] ΟΥΣ θηλ
huile [ɥil] ΟΥΣ θηλ
1. huile (aliment, extrait):
2. huile (hydrocarbure):
quille [kij] ΟΥΣ θηλ
1. quille ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ:
3. quille γαλλ αργκό:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.