arrachage [aʀaʃaʒ] ΟΥΣ αρσ
- arrachage d'un arbre
- Entwurzeln ουδ
- arrachage des carottes, pommes de terre
- Erntearbeit θηλ
- arrachage d'un clou
- Herausziehen ουδ
repêchage [ʀ(ə)pɛʃaʒ] ΟΥΣ αρσ
2. repêchage ΣΧΟΛ, ΠΑΝΕΠ:
-
- Nachprüfung θηλ
3. repêchage ΑΘΛ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.