gratuité [gʀatɥite] ΟΥΣ θηλ
1. gratuité sans πλ:
2. gratuité sans πλ μτφ:
- gratuité d'une affirmation
- Willkürlichkeit θηλ
- gratuité d'une hypothèse
- Unbegründetheit θηλ
- gratuité d'un acte
- Unmotiviertheit θηλ
gratuit(e) [gʀatɥi, ɥit] ΕΠΊΘ
1. gratuit:
2. gratuit (non motivé):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- action gratuite
- affirmation gratuite
- assistance judiciaire gratuite
- Armenrecht ουδ
- l'instruction en France est gratuite