foncier (-ière) [fɔ͂sje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ
1. foncier:
2. foncier (fondamental):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- réserve foncière
- spéculation foncière
- taxe foncière ΦΟΡΟΛ
- propriété foncière
- Grundbesitz αρσ
- Gemeindeland ουδ
- Freihandelszone θηλ
- obligation de tolérer une servitude foncière
- titre endossable constatant une dette foncière ΝΟΜ
- Grundschuldbrief αρσ
