I. fermier (-ière) [fɛʀmje, -jɛʀ] ΕΠΊΘ (de ferme)
fermoir [fɛʀmwaʀ] ΟΥΣ αρσ
-
- Verschluss αρσ
I. fervent(e) [fɛʀvɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. fervent ΘΡΗΣΚ (fidèle):
2. fervent (ardent):
II. fervent(e) [fɛʀvɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.