décroissant(e) [dekʀwɑsɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. décroissant:
- décroissant(e) intensité, vitesse
-
- décroissant(e) bruit
-
2. décroissant Η/Υ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.