I. connaisseur (-euse) [kɔnɛsœʀ, -øz] ΕΠΊΘ
- air/coup d'œil [ou regard] connaisseur
-
II. connaisseur (-euse) [kɔnɛsœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.