I. chronique [kʀɔnik] ΕΠΊΘ
2. chronique (qui dure):
II. chronique [kʀɔnik] ΟΥΣ θηλ
1. chronique ΛΟΓΟΤ (récits) συχν πλ:
2. chronique (bruits qui circulent):
3. chronique (commentaire libre):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- chroniques
- Chronik θηλ
- douleurs chroniques
- Schmerztherapie θηλ
- avoir des difficultés financières chroniques