I. littéraire [liteʀɛʀ] ΕΠΊΘ
1. littéraire (relatif à la littérature):
II. littéraire [liteʀɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ
- littéraire (↔ scientifique)
-
- littéraire (étudiant, professeur)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.