Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. pulmonaire [pylmɔnɛʀ] ΕΠΊΘ
- pulmonaire maladie, infection
-
- pulmonaire artère, veine
-
II. pulmonaire [pylmɔnɛʀ] ΟΥΣ θηλ ΒΟΤ
cardio-pulmonaire <πλ cardio-pulmonaires>, cardiopulmonaire <πλ cardiopulmonaires> [kaʀdjɔpylmɔnɛʀ] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
pulmonaire [pylmɔnɛʀ] ΕΠΊΘ
pulmonaire [pylmɔnɛʀ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.