Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
promotionn|el (promotionnelle) [pʀɔmɔsjɔnɛl] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
promotionnel(le) [pʀɔmosjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. promotionnel (en promotion):
2. promotionnel (pour préparer la promotion):
promotionnel(le) [pʀɔmosjɔnɛl] ΕΠΊΘ
1. promotionnel produit:
- promotionnel(le)
-
- vente promotionnelle
-
2. promotionnel argument:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- vente promotionnelle
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- prométhium
- prometteur
- promettre
- promis
- promiscuité
- promotionnelle
- promouvoir
- prompt
- promptement
- prompteur
- promptitude