Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
perso [pɛʀso] ΕΠΊΘ οικ
- perso
-
στο λεξικό PONS
perso [pɛʀsɔ] ΕΠΊΘ οικ
perso συντομογραφία: personnalisé, συντομογραφία: personnel
personnalisé(e) [pɛʀsɔnalize] ΕΠΊΘ
- page d'accueil/personnelle [ou perso]
-
perso [pɛʀsɔ] ΕΠΊΘ οικ
perso συντομογραφία: personnalisé, personnel
personnalisé(e) [pɛʀsɔnalize] ΕΠΊΘ
- page d'accueil/personnelle [ou perso]
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- page d'accueil/personnelle [ou perso]