Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
particule [paʀtikyl] ΟΥΣ θηλ
1. particule (gén) ΦΥΣ:
- particule
-
2. particule ΓΛΩΣΣ:
στο λεξικό PONS
particule [paʀtikyl] ΟΥΣ θηλ
particule [paʀtikyl] ΟΥΣ θηλ
1. particule (grain) a. ΓΛΩΣΣ:
- particule
-
- particule élémentaire
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.