Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
monument|al (monumentale) <αρσ πλ monumentaux> [mɔnymɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
1. monumental ΤΈΧΝΗ:
2. monumental (imposant):
3. monumental (énorme):
στο λεξικό PONS
monumental(e) <-aux> [mɔnymɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
1. monumental (imposant):
2. monumental οικ (énorme):
monumental(e) <-aux> [mɔnymɑ͂tal, -o] ΕΠΊΘ
1. monumental (imposant):
2. monumental οικ (énorme):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.