Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
obstruction [ɔpstʀyksjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
-
- pratiquer l'obstruction systématique
-
- obstruction θηλ
- obstruction ΠΟΛΙΤ
- obstruction θηλ
- obstruction ΙΑΤΡ
- obstruction θηλ
- obstruct player
-
- obstructive person
-
-
- obstruction θηλ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.