Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. isolant (isolante) [izɔlɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
isolant(e) [izɔlɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΔ, ΗΛΕΚ
isolant [izɔlɑ̃] ΟΥΣ αρσ
isolant(e) [izɔlɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΔ, ΗΛΕΚ
-
- isolant αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.