Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. immergé (immergée) [imɛʀʒe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
immergé → immerger
II. immergé (immergée) [imɛʀʒe] ΕΠΊΘ
I. immerger [imɛʀʒe] ΡΉΜΑ μεταβ (jeter à l'eau)
II. s'immerger ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'immerger κυριολ sous-marin:
2. s'immerger μτφ personne:
I. immerger [imɛʀʒe] ΡΉΜΑ μεταβ (jeter à l'eau)
II. s'immerger ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'immerger κυριολ sous-marin:
2. s'immerger μτφ personne:
στο λεξικό PONS


immergé(e) [imɛʀʒe] ΕΠΊΘ
immergé rocher, terres:
- immergé(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.