Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- docile
- docile
-
- docile
-
- docile, consentant
- submissive behaviour
- docile
- tractable person, animal, engine
- docile
-
- docile
- manageable person, animal
- docile
- tame cooperation, acquiescence
- docile
στο λεξικό PONS
docile [dɔsil] ΕΠΊΘ
- docile
- docile
docile [dɔsil] ΕΠΊΘ
- docile
- docile
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.