Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. damné (damnée) [dɑne] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
damné → damner
II. damné (damnée) [dɑne] ΕΠΊΘ
III. damné (damnée) [dɑne] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.