Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- gentlemanly behaviour, person, manner
- courtois
-
- peu courtois
- courtly person, act, behaviour
- courtois
-
- courtois (to envers)
- civil person
- courtois
- considerate remark, behaviour, driver, motorist
- courtois
στο λεξικό PONS
courtois(e) [kuʀtwa, waz] ΕΠΊΘ
- courtois(e)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.