Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
consécut|if (consécutive) [kɔ̃sekytif, iv] ΕΠΊΘ
1. consécutif (gén):
- consécutif (consécutive)
-
2. consécutif ΓΛΩΣΣ:
- interprète consécutif/simultané
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.