Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. écuy|er (écuyère) [ekɥije, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. écuyer ΙΠΠΑΣ:
- écuyer (écuyère) (cavalier)
-
- écuyer (écuyère) (instructeur)
-
2. écuyer (dans un cirque):
- écuyer (écuyère)
-
II. écuy|er ΟΥΣ αρσ ΙΣΤΟΡΊΑ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.