I. pri·or·ity [praɪˈɒrəti] ΟΥΣ
1. priority (deserving greatest attention):
2. priority no πλ (great importance):
- priority
- pomembnost θηλ
3. priority no πλ (precedence):
4. priority no πλ (right of way):
- priority
- prednost θηλ
II. pri·or·ity [praɪˈɒrəti] ΕΠΊΘ
2. priority (preferential):
- priority
-
- priority
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.