I. pri·or·ity [praɪˈɒrəti] ΟΥΣ
1. priority (deserving greatest attention):
2. priority no πλ (great importance):
-
- pomembnost θηλ
3. priority no πλ (precedence):
II. pri·or·ity [praɪˈɒrəti] ΕΠΊΘ
2. priority (preferential):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.