I. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li] ΕΠΊΘ
1. early (in the day):
2. early (of a period):
3. early (prompt):
4. early (ahead of expected time):
5. early (first):
II. ear·ly <-ier, -iest [or more early, most early]> [ˈɜ:li] ΕΠΊΡΡ
2. early:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.