I. old [əʊld] ΕΠΊΘ
1. old person, animal, object:
- old
-
2. old after ουσ (denoting an age):
- old
-
5. old προσδιορ οικ (expression of affection):
6. old προσδιορ οικ (any):
III. old [əʊld] ΣΎΝΘ
old-ˈfash·ioned ΕΠΊΘ esp μειωτ
- old-fashioned
-
old age ˈpen·sion·er ΟΥΣ αυστραλ βρετ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.