I. poor [pɔ:ʳ] ΕΠΊΘ
1. poor (lacking money):
2. poor (inadequate):
- poor
-
- poor
-
- poor
-
3. poor προσδιορ (deserving of pity):
- poor
-
II. poor [pɔ:ʳ] ΟΥΣ the poor πλ
- poor
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.