 
  
 I. unfixed [βρετ ʌnˈfɪkst, αμερικ ˌənˈfɪkst] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
unfixed → unfix
II. unfixed [βρετ ʌnˈfɪkst, αμερικ ˌənˈfɪkst] ΕΠΊΘ
2. unfixed (uncertain):
-  unfixed μτφ
-  
-  unfixed μτφ
-  
 
  
 -  
-  unfixed
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
