στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. tattered [βρετ ˈtatəd, αμερικ ˈtædərd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
tattered → tatter
II. tattered [βρετ ˈtatəd, αμερικ ˈtædərd] ΕΠΊΘ
I. tatter [ˈtætə(r)] ΡΉΜΑ μεταβ
II. tatter [ˈtætə(r)] ΡΉΜΑ αμετάβ
I. tatter [ˈtætə(r)] ΡΉΜΑ μεταβ
II. tatter [ˈtætə(r)] ΡΉΜΑ αμετάβ
 
  
 -  lacero abiti
-  tattered
-  cencioso persona
-  tattered
-  cencioso abito
-  tattered
-  stracciato documento
-  tattered
-  
-  tattered
-  sbrindellato indumento, tessuto
-  
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  sbrindellato (-a)
-  tattered
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
