στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
rudimentary [βρετ ˌruːdɪˈmɛnt(ə)ri, αμερικ ˌrudəˈmɛnt(ə)ri] ΕΠΊΘ
- rudimentary (basic) knowledge
-
- rudimentary (primitive) tool
-
- rudimentary (undeveloped)
-
- rudimentary ΒΙΟΛ
-
- rudimentale metodo, strumento
- rudimentary
- rudimentale organo
- rudimentary
- primitivo attrezzo
- rudimentary
στο λεξικό PONS
rudimentary [ˌru:·də·ˈmen·tə·ri] ΕΠΊΘ
- rudimentary
-
-
- rudimentary
-
- rudimentary
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.