στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
στο λεξικό PONS
I. primitive [ˈprɪ·mɪ·t̬ɪv] ΕΠΊΘ a. ΤΈΧΝΗ, ΙΣΤΟΡΊΑ, ΖΩΟΛ
- primitive method, weapon
-
II. primitive [ˈprɪ·mɪ·t̬ɪv] ΟΥΣ ΤΈΧΝΗ, ΙΣΤΟΡΊΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ
- primitive
-
- primitivo (-a)
- primitive
-
- primitive
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.