στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
constituent analysis ΟΥΣ U ΓΛΩΣΣ
I. constituent [βρετ kənˈstɪtjʊənt, αμερικ kənˈstɪtʃuənt] ΕΠΊΘ
II. constituent [βρετ kənˈstɪtjʊənt, αμερικ kənˈstɪtʃuənt] ΟΥΣ
1. constituent ΠΟΛΙΤ:
2. constituent (element):
3. constituent ΧΗΜ:
στο λεξικό PONS
I. constituent [kən·ˈstɪ·tʃu·ənt] ΟΥΣ
1. constituent (voter):
2. constituent ΧΗΜ, ΦΥΣ (component):
II. constituent [kən·ˈstɪ·tʃu·ənt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.