constitutionalist [βρετ ˌkɒnstɪˈtjuːʃ(ə)nəˌlɪst, αμερικ ˌkɑnstəˈt(j)uʃ(ə)n(ə)ləst] ΟΥΣ
- constitutionalist ΠΟΛΙΤ, ΝΟΜ
- costituzionalista αρσ θηλ
-
- constitutionalist
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.