στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. reverend [βρετ ˈrɛv(ə)r(ə)nd, αμερικ ˈrɛv(ə)rənd] ΕΠΊΘ αρχαϊκ
-  reverend
-  
II. reverend [βρετ ˈrɛv(ə)r(ə)nd, αμερικ ˈrɛv(ə)rənd] ΟΥΣ
1. reverend (person):
 
  
 -  
-  reverend
-  
-  reverend
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  reverendo (-a)
-  Reverend
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
