στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
catholic [βρετ ˈkaθ(ə)lɪk, αμερικ ˈkæθ(ə)lɪk] ΕΠΊΘ (universal, general)
- catholic
-
- catholic mind, taste
-
I. Catholic [βρετ ˈkaθ(ə)lɪk, αμερικ ˈkæθ(ə)lɪk] ΘΡΗΣΚ ΕΠΊΘ
- Catholic
-
Anglo-Catholic [βρετ, αμερικ ˌæŋɡloʊˈkæθ(ə)lɪk] ΟΥΣ
- Anglo-Catholic
-
-
- practising catholic
-
- non-Catholic
- acattolico (acattolica)
- non-Catholic
-
- Catholic
- cattolico (cattolica)
- Catholic
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.