Oxford Spanish Dictionary
swinging [αμερικ ˈswɪŋɪŋ, βρετ ˈswɪŋɪŋ] ΕΠΊΘ
1. swinging (lively, fashionable):
2. swinging (sexually liberal):
- swinging οικ
-
3. swinging (bouncing, rhythmic) προσδιορ:
- swinging step/gait
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.